Παιονία

Παιονία
Στην αρχαιότητα περιοχή της Kεντρικής Μακεδονίας, η οποία περιελάμβανε την Ημαθία, Κρηστωνία, Μυγδωνία και τη χώρα των Αγριάνων φτάνοντας έως το Παγγαίο. Πριν από την επικράτηση των Μακεδόνων και ιδιαίτερα πριν από τον Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν κατά καιρούς πολύ μεγάλη περιοχή, ο δε λαός της κυριάρχησε συχνά μέχρι τον Πηνειό, τον Ίστρο, την Ήπειρο και την Προποντίδα. Πριν από τον Ξέρξη εκτεινόταν μέχρι την Πέρινθο, ο δε Ηρόδοτος αποδίδει σε αυτήν μεγάλη περιοχή ανάμεσα στον Στρυμόνα και τον Νέστο. Σημαντικότερες πόλεις της ήταν το Αιστραίον, η Δόβηρος (η σημερινή Δοϊράνη) και η Σίρις (Σέρρες).
* * *
Παιονία, ιων. τ. Παιονίη, ἡ (Α) [Παίονες]
η χώρα τών Παιόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Παιονία — Παιονίᾱ , Παιονία their land fem nom/voc/acc dual Παιονίᾱ , Παιονία their land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱ , Παιονίης masc nom/voc/acc dual Παιονίης masc voc sg Παιονίᾱ , Παιονίης masc voc sg (attic) Παιονίᾱ , Παιονίης masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονία — παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονίᾳ — Παιονίᾱͅ , Παιονία their land fem dat sg (attic doric aeolic) Παιονίαι , Παιονίης masc nom/voc pl Παιονίᾱͅ , Παιονίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονίᾳ — παιονίαι , Παίονες their land fem nom/voc pl παιονίᾱͅ , Παίονες their land fem dat sg (attic doric aeolic) παιονίᾱͅ , παιόνιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονία — η αρχαία χώρα που απλωνόταν σ όλη σχεδόν τη Μακεδονία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιόνια — παιόνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονίας — Παιονίᾱς , Παιονία their land fem acc pl Παιονίᾱς , Παιονία their land fem gen sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱς , Παιονίης masc acc pl Παιονίᾱς , Παιονίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονίας — παιονίᾱς , Παίονες their land fem acc pl παιονίᾱς , Παίονες their land fem gen sg (attic doric aeolic) παιονίᾱς , παιόνιος fem acc pl παιονίᾱς , παιόνιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονίαν — Παιονίᾱν , Παιονία their land fem acc sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱν , Παιονίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Παιονίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονίαν — παιονίᾱν , Παίονες their land fem acc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱν , παιόνιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”